- φετιχολάτρης
- οθηλ. -ισσα αυτός που λατρεύει τα φετίχ (βλ. λ.), ο φετιχιστής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φετιχολάτρης — ο, θηλ. φετιχολάτρισσα, Ν αυτός που λατρεύει τα φετίχ, φετιχιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φετίχ* + συνδετικό φωνήεν ο + λάτρης] … Dictionary of Greek
φετιχιστής — ο, θηλ. φετιχίστρια, Ν 1. ο φετιχολάτρης 2. συνεκδ. δεισιδαίμονας 3. (ιατρ. ψυχολ.) αυτός που πάσχει από φετιχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fetichiste (βλ. και λ. φετίχ)] … Dictionary of Greek
φετιχολατρία — η, Ν [φετιχολάτρης] λατρεία για το φετίχ … Dictionary of Greek
φετιχιστής — ο 1. ο φετιχολάτρης, ο οπαδός του φετιχισμού (βλ. λ.): Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ήταν φετιχιστές. 2. ψυχ., αυτός που διακατέχεται από φετιχισμό: Έκλεβε από τις ταράτσες γυναικεία εσώρουχα, γιατί ήταν φετιχιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)